Αρχική | Άρθρα | Ανάγκη για τη σταδιακή εφαρμογή ενός λογικού, δίκαιου και αναπτυξιακού φορολογικού συστήματος

Ανάγκη για τη σταδιακή εφαρμογή ενός λογικού, δίκαιου και αναπτυξιακού φορολογικού συστήματος

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Ανάγκη για τη σταδιακή εφαρμογή ενός λογικού, δίκαιου και αναπτυξιακού φορολογικού συστήματος

Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο www.eurocapital.gr στις 5/6/2011

Η συνολική φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την τελευταία 20ετία,  διατηρήθηκε σημαντικά χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά την άνοδό της συνολικής επιβάρυνσης από το 32% του ΑΕΠ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο 37% περίπου (κατά μέσο όρο) στα τέλη της δεκαετίας του 2010, η συνολική επιβάρυνση στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο 41% του ΑΕΠ.

Το δεύτερο κύριο χαρακτηριστικό της φορολογίας στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι η μεγάλη συμμετοχή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων και της μικρής συμμετοχής των άμεσων φόρων.

Από την άλλη πλευρά,  το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου τομέα και  η χαμηλή αποτελεσματικότητα των δαπανών της δημόσιας διοίκησης και η απουσία θεσμοθετημένου κρατικού ή κοινοβουλευτικού ελέγχου, ή ακόμη και κοινωνικού ελέγχου επί των κρατικών δαπανών, καλλιέργησαν τη νοοτροπία της λειτουργίας του Κράτους μέσα σε ένα περιβάλλον, διαρκών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία σταδιακά οδήγησαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους και τέλος -μετά από τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση της περίοδου 2007 - 2009-  στην “έκρηξή” του και στην πρόκληση της σημερινής δυσμενέστατης κατάστασης.

Πέραν από την πολιτική οπτική της σημερινής κατάστασης και τις οποιεσδήποτε πολιτικές ευθύνες, τα αίτια για τη δραματική αύξηση του χρέους, είναι:
α) η ανισορροπία, η ανεπάρκεια και η αδικία του σημερινού φορολογικού συστήματος
β) το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου τομέα
γ) η απουσία θεσμοθετημένων ή μη, μορφών ελέγχου των δημοσιονομικών δαπανών
δ) η κακή λειτουργία του πολιτικού συστήματος.


Το φορολογικό σύστημα μίας χώρας δε μπορεί να είναι σταθερό μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με:
α) τη φάση ανάπτυξης και την οικονομική συγκυρία της χώρας
β) τις εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον
γ) τους στόχους της οικονομικής πολιτικής.

Η οικονομική πολιτική κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών, στη χώρα μας, υπήρξε αναποτελεσματική και αποτυχημένη.

Φταίει άραγε το Μνημόνιο και οι όροι τους οποίους περιείχε για την αποτυχία αυτή, ή φταίει η αδυναμία της Κυβέρνησης να εφαρμόσει τους όρους αυτούς; Κατά τα φαινόμενα, ευθύνονται και τα δύο.

Το Μνημόνιο περιείχε μία σειρά μέτρων τα οποία θα οδηγούσαν στην περικοπή δημοσίων δαπανών και αύξηση των εσόδων (με στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος), ενώ παράλληλα θα προκαλούνταν μία “τεχνητή ύφεση” και πτώση των τιμών (εσωτερική υποτίμηση), με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Η οικονομική πολιτική απέτυχε επειδή η Κυβέρνηση απέτυχε να περικόψει τις κρατικές δαπάνες, απέτυχε να πραγματοποιήσει δομικές αλλαγές στη λειτουργία της οικονομίας και κυρίως, απέτυχε στη μείωση της φοροδιαφυγής. Έτσι, η μη επίτευξη δομικών μεταβολών και η διατήρηση των δυσλειτουργιών της δημόσιας διοίκησης, απέτρεψαν τις επενδύσεις και την παραγωγική προσπάθεια, με αποτέλεσμα η ύφεση που προκλήθηκε να είναι μεγαλύτερη της αναμενόμενης, ενώ τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα παρέμειναν εξαιρετικά υψηλά.

Σήμερα, μέσα από το “μακροπρόθεσμο” πρόγραμμα που θα έλθει για ψήφιση στη Βουλή κατά τις επόμενες μέρες, επιχειρείται μία ακόμη “βίαιη” περικοπή κρατικών δαπανών, αλλά και μία ακόμη -πρωτοφανών διαστάσεων- φορολογική επιδρομή.

Αντιλαμβανόμαστε τις πιέσεις που υφίσταται ο Υπουργός των Οικονομικών για την ταχύτατη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την επίτευξη του στόχου του 7,5% του ΑΕΠ κατά το 2011. Όμως, η διατήρηση λανθασμένων επιλογών φορολογικής πολιτικής, δε μπορεί να διαιωνίζεται.
Η Κυβέρνηση θα πρέπει, κατ’ αρχάς να προσπαθήσει να πετύχει τους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής για το 2011 και παράλληλα  να δεσμευθεί ότι, από το επόμενο έτος, θα βάλει τις βάσεις για ένα σταθερό και κυρίως δίκαιο φορολογικό σύστημα. Η υλοποίηση του οποίου θα πρέπει -οπωσδήποτε- να αρχίσει  εντός του 2012.

Το σύστημα αυτό θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να έχει τις παρακάτω βασικές παραμέτρους:

α) Αύξηση της φορολογικής βάσης: Το ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους στην Ελλάδα (περίπου το 27% του πληθυσμού ή το 36% όσων καταθέτουν φορολογική δήλωση) είναι το χαμηλότερο της Ευρώπης και ενδεχόμενα και του  ΟΟΣΑ. Αυτό είναι αποτέλεσμα μίας σειράς λανθασμένων πολιτικών επιλογών και (λαϊκίστικων) πρακτικών, οι οποίες συρρίκνωσαν δραματικά τη φορολογική βάση, μείωσαν τα κίνητρα για την επίτευξη υψηλότερων εισοδημάτων στον πληθυσμό και οδήγησαν στην αναγκαστική αύξηση των έμμεσων φόρων.
Πολλοί θα διαφωνήσουν με τη θέση αυτή. Όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το αφορολόγητο όριο εισοδημάτων στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο απ’ όλες της χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ! Και βεβαίως, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι, ο συνδυασμός της “φορολογικής αποχής” του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη φοροδιαφυγή και το τεράστιου σπάταλου κράτους, υπήρξαν από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα μας στο σημερινό χάλι.

Πώς είναι δυνατό να διεκδικούμε έσω και στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, όταν η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν πληρώνει φόρους; Και άραγε, κάνουν λάθος σε όλα τα κράτη της Ευρώπης, τα οποία έχουν μικρότερα ή και καθόλου  αφορολόγητα όρια; (Δείτε πίνακα με φορολογικά συστήματα άλλων ευρωπαϊκών κρατών).
Πολλοί θα αναρωτηθούν για το πώς είναι δυνατό να πληρώνει άμεσους φόρους, ένας εργαζόμενος ο οποίος έχει εισόδημα 1.000 ευρώ το μήνα. Το ερώτημα είναι βεβαίως λογικό. Όμως, το ίδιο ερώτημα δε θα πρέπει να τεθεί και για τον Γερμανό, τον Ολλανδό, τον Ιταλό, τον Ισπανό ή τον Σλοβάκο εργαζόμενο;

Σε κάποια στιγμή θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα με τη λογική. Είναι σαφές ότι (και αυτό το καιρό αποδεικνύεται καθημερινά) εάν η Κυβέρνηση θα πρέπει να βρει έσοδα, από κάπου θα τα βρει, αφού έχει τη δύναμη να νομοθετεί. Από την άλλη πλευρά, νομίζουμε ότι είναι καλύτερο να βρίσκει τα έσοδα μέσα από ένα σύστημα το οποίο είναι σταθερό, είναι ανάλογο των υπολοίπων κρατών και το οποίο βασίζεται σε μία ισχυρότερη λογική κοινωνικής δικαιοσύνης.

Και αυτό, επειδή είναι προτιμότερο να υπάρχει ένα καθολικό και προοδευτικό σύστημα άμεσης φορολογίας (δηλαδή να πληρώνουν φόρους περισσότερα άτομα, με προοδευτικά αυξανόμενο συντελεστή, όσο ανεβαίνει το εισόδημα) και από την άλλη πλευρά να υπάρχει ένα σύστημα μειωμένης έμμεσης φορολογίας.

β) Μειωμένους έμμεσους φόρους: Οι έμμεσοι φόροι, είναι οι πιο άδικοι φόροι για τους οικονομικά αδύναμους. Εάν για παράδειγμα, κάποιος έχει εισόδημα 100.000 ευρώ και καταναλώνει 30.000 ευρώ ετησίως, τότε πληρώνει έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, ειδικούς φόρους κλπ) για το 30% του εισοδήματός του. Από την άλλη πλευρά, εάν κάποιος έχει εισόδημα 20.000 ευρώ και αναγκάζεται να το καταναλώσει ολόκληρο, τότε πληρώνει έμμεσους φόρους για το 100% του εισοδήματός του!
Παράλληλα, οι υψηλοί έμμεσοι φόροι αποτρέπουν την κατανάλωση (και αυξάνουν τον πληθωρισμό) και τελικά προκαλούν μειωμένα φορολογικά έσοδα, γεγονός που -σε έκτακτες ανάγκες όπως η σημερινή- οδηγεί σε έναν “φαύλο κύκλο” διαρκούς αύξησής τους, ο οποίος καταλήγει να καταστρέφει κάθε αναπτυξιακή διάθεση.

γ) Αποτελεσματικότητα στον “πόλεμο” κατά  της φοροδιαφυγής: Η επίτευξη κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, προϋποθέτει την επιτυχή καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η φοροδιαφυγή δε συνιστά απλά μία αδικία εναντίον αυτών που δε μπορούν να αποκρύψουν τα εισοδήματά τους (κυρίως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι οι οποίοι συνήθως είναι και τα πλέον οικονομικά αδύναμα μέλη της κοινωνίας), αλλά συνιστά ένα έγκλημα κατά ολόκληρης της κοινωνίας, αφού επιτείνει το αίσθημα της αδικίας και οδηγεί σε στρεβλώσεις τη φορολογική και την οικονομική πολιτική του Κράτους, αφού η διατήρηση αυτού του φαινομένου καταλήγει να μειώνει δραματικά τα φορολογικά έσοδα, τα οποία για να αναπληρωθούν, οδηγούν στους κυβερνώντες στη γρήγορη και εύκολη λύση, δηλαδή στη φορολόγηση των μισθωτών και στην αύξηση των έμμεσων φόρων.

Κατά την άποψή μας, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής πρέπει να λάβει, για την Κυβέρνηση, την ίδια προτεραιότητα που θα λάβει η προσπάθεια μείωσης του Κράτους. Μία επιτυχημένη προσπάθεια κατά της φοροδιαφυγής, θα βελτιώσει την εισροή των εσόδων και θα επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μέσω έμμεσων φόρων, ίσως και από το 2012.

Τέλος, ο επιτυχής σχεδιασμός, αλλά και εφαρμογή ενός αποτελεσματικότερου και περισσότερου δίκαιου φορολογικού συστήματος, κατά την τρέχουσα χρονική και οικονομική συγκυρία, προϋποθέτει την αύξηση της  αποτελεσματικότητας του Κράτους. Δηλαδή, μπορεί η Κυβέρνηση να πετύχει το ίδιο ή και καλύτερο αποτέλεσμα από τη λειτουργία του Κράτους με τη χρήση λιγότερων πόρων; Δηλαδή, με τη λειτουργία ενός μικρότερου Κράτους; Κατά τα φαινόμενα μπορεί! Αυτό αποδεικνύει τόσο η εμπειρία των άλλων χωρών, όσο βεβαίως και η προσωπική εμπειρία και η μελέτη του τρόπου λειτουργίας του Κράτους σήμερα.

Η μεγάλη ανάγκη της Κυβέρνησης να πετύχει φέτος δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 7,5%, κάνει κατανοητό ότι, για το 2011, είναι αρκετά δύσκολο να υπάρξει μείωση της έμμεσης φορολογίας.
Όμως, εάν ο στόχος επιτευχθεί και βελτιωθεί η εικόνα της χώρας στους εταίρους μας (οι οποίοι σήμερα καλούνται για δεύτερη φορά σε ένα χρόνο να χρηματοδοτήσουν τα δικά μας ελλείμματα), αλλά και στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, τότε θα είναι επιτακτική ανάγκη για την Κυβέρνηση να μειώσει τους έμμεσους φόρους, ώστε να προκαλέσει αύξηση της κατανάλωσης και αναζωογόνηση της οικονομίας. Διαφορετικά, θα επαναληφθεί η ματαιότητα του 2010: ότι κέρδισε η Κυβέρνηση από την άδικη οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων, να το χάσει από τη μειωμένη φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας, η οποία λογικά σημειώνεται λόγω της οικονομικής ύφεσης που διαρκώς βαθαίνει.

Προσθέστε το: Post on Facebook Facebook Twitter Twitter