Αρχική | Άρθρα | Τα γερμανικά πλεονάσματα, ο μηχανισμός του ευρώ, η Ευρώπη και η Ελλάδα

Τα γερμανικά πλεονάσματα, ο μηχανισμός του ευρώ, η Ευρώπη και η Ελλάδα

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Τα γερμανικά πλεονάσματα, ο μηχανισμός του ευρώ, η Ευρώπη και η Ελλάδα

(άρθρο που δημοσιεύθηκε στο capital.gr στις 14/9/2015)

Ουδείς θεωρεί ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι το μεγαλύτερο που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωζώνη. Το ελληνικό πρόβλημα συνιστά ζήτημα πολιτικής βούλησης αναφορικά με το ερώτημα για το είδος της "ένωσης” που, οι λαοί της Ευρώπης, θέλουν να υπάρξει στο μέλλον. Το κυριότερο πρόβλημα σήμερα είναι το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, το οποίο συνιστά και τη βάση των περισσοτέρων από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η νομισματική ένωση.

Το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο. Κατά το 2011 μετρήθηκε στα 159 δισ. ευρώ, το 2012 στα 190 δισ., το 2013 στα 195 δισ. και το 2014 έφθασε στα 217 δισεκατομμύρια, μέγεθος που πλησιάζει περίπου το 8,0% του ΑΕΠ της Γερμανίας. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 έχει ήδη φθάσει στα 124 δισεκατομμύρια ευρώ και εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 240 δισ. για το σύνολο του έτους. Και αυτό, παρά τις υποσχέσεις της γερμανικής Κυβέρνησης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα καταβάλλει προσπάθειες για την προσαρμογή του. (Δείτε πίνακα με την εξέλιξη των μεγεθών του εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας).

Το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα είναι δομικό, οφείλεται στη μεγάλη ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας και υποβοηθείται από το μηχανισμό λειτουργίας του ευρώ, αφού το κοινό νόμισμα δεν επιτρέπει στις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, κάτι που τις καταδικάζει σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής ανταγωνιστικότητας και διαρκών ελλειμμάτων.

Ένα αξίωμα της οικονομικής επιστήμης αναφέρει ότι: "Σε καθεστώς ελεύθερα διακυμαινόμενων νομισματικών ισοτιμιών, το νόμισμα μιας χώρας που εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα σε τακτική βάση, έχει την τάση να ανατιμάται”. Αυτό συμβαίνει επειδή το νόμισμα της πλεονασματικής χώρας ζητάται για να πληρωθούν οι εμπορικές συναλλαγές, αλλά και επειδή επεμβαίνει στις αγορές ο παράγοντας της κερδοσκοπίας.

Αντίθετα, το νόμισμα μίας (εμπορικά) ελλειμματικής χώρας, έχει την τάση να υποτιμάται. 

Με το μηχανισμό της ανατίμησης και της υποτίμησης των νομισμάτων, η αγορά (σε συνδυασμό και με τις νομισματικές πολιτικές των κυβερνήσεων) επεμβαίνει και εξισορροπεί τις διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών, κάτι που οδηγεί σε μία σχετική εξισορρόπηση των πιέσεων στα εμπορικά ισοζύγια των χωρών.

Αυτός ο κανόνας ίσχυε μεταξύ των ευρωπαϊκών νομισμάτων πριν από την έλευση του ευρώ και είναι κάτι που κάποιος εύκολα μπορεί να παρατηρήσει στην εξέλιξη των ισοτιμιών μεταξύ των ευρωπαϊκών νομισμάτων για διάστημα δεκαετιών. Καθώς -από τότε- η Γερμανία ήταν μία μόνιμα εμπορικά πλεονασματική χώρα, επί δεκαετίες σημειωνόταν μία διαρκής διολίσθηση των περισσότερων ευρωπαϊκών νομισμάτων σε σχέση με το γερμανικό μάρκο. Η διολίσθηση αυτή αποκαθιστούσε τις διαφορές ανταγωνιστικότητας και επέτρεπε τη διατήρηση μίας ελεγχόμενης κατάστασης στα εμπορικά ισοζύγια των περισσότερων χωρών.

Με την έναρξη της χρήσης του κοινού νομίσματος ανατράπηκε πλήρως η επικρατούσα ισορροπία στα εμπορικά ισοζύγια των χωρών που συμμετείχαν στην Ευρωζώνη. Η έλλειψη της δυνατότητας υπερτίμησης των νομισμάτων των πλεονασματικών χωρών και υποτίμησης των νομισμάτων των ελλειμματικών χωρών προκάλεσε την έντονη τάση μεγέθυνσης των πλεονασμάτων για τις μεν και μεγέθυνσης των ελλειμμάτων για τις δε.

Η Γερμανία πετύχαινε σταθερά εμπορικά πλεονάσματα σε όλες τις δεκαετίες πριν από τη λειτουργία του ευρώ. Τα πλεονάσματα αυτά ήταν κατά μέσο όρο 43,0 δισ. ευρώ για τη δεκαετία του 1980 και 44,0 δισ. ευρώ για τη δεκαετία του 1990. Άρχισαν να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, αμέσως μετά την εισαγωγή του ευρώ ως κοινού νομίσματος. Στη δεκαετία 2001-2010, ο μέσος όρος των πλεονασμάτων εκτοξεύθηκε στα 150 δισ. ευρώ, ενώ για την περίοδο 2011-2015 θα φθάσει στα 200 δισ. ευρώ! Κατά την περίοδο 2000-2015, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος φθάνει στο 9,7% (κάτι το οποίο σημαίνει ότι έχει τη δυναμική να διπλασιάζεται κάθε 7,4 χρόνια)!

Αντίστοιχες θεαματικές επιδόσεις έχει πετύχει και η Ολλανδία. Δεν είναι βέβαια σύμπτωση το γεγονός ότι, η "απογείωση” των πλεονασμάτων της Ολλανδίας έγινε επίσης μετά από την θέσπιση του ευρώ ως κοινού νομίσματος. Όπως δεν είναι τυχαία και η κατάρρευση του εμπορικού ισοζυγίου της Γαλλίας, η οποία για τελευταία φορά πέτυχε εμπορικό πλεόνασμα το έτος 2002, ενώ ο μέσος όρος των ελλειμμάτων των τελευταίων 5 ετών φθάνει στα 77 δισ. ευρώ. (Δείτε διάγραμμα με την εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου Γερμανίας και Γαλλίας). 

Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά το 2014, το σύνολο των 19 κρατών της Ευρωζώνης είχε εμπορικό πλεόνασμα ύψους 227,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 219,8 οφείλονταν στη Γερμανία! Αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψη μας ότι ποσό 63,7 δισ. ευρώ είναι το πλεόνασμα της Ολλανδίας, τότε προκύπτει ότι τα υπόλοιπα 17 κράτη της Ευρωζώνης εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 55,8 δισεκατομμυρίων ευρώ! (Δείτε πίνακα με το εμπορικό ισοζύγιο των χωρών της ΕΕ για την περίοδο 1999-2014).

Η Γερμανία, όπως και άλλα κράτη, ευνοούνται από τη λειτουργία του ευρώ, αφού η ισοτιμία του "τεχνητού” αυτού νομίσματος επηρεάζεται θετικά από την εξαιρετική γερμανική παραγωγικότητα και την παραγωγικότητα άλλων βόρειων ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα όμως επηρεάζεται αρνητικά από τη χαμηλή παραγωγικότητα και την ελλειμματικότητα των προϋπολογισμών των χωρών του νότου. Το αποτέλεσμα είναι ένα νόμισμα το οποίο, τελικά, έχει χαμηλότερη ισοτιμία απ’ ό,τι θα είχε εάν στην Ευρωζώνη συμμετείχαν μόνον οι βόρειες, υψηλής ανταγωνιστικότητας, χώρες. Οι συστηματικά "κακές” επιδόσεις των ανταγωνιστικά αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης, κρατούν την ισοτιμία του ευρώ χαμηλότερα. Και αυτή την υποτίμηση, κατά κύριο λόγο, καρπούνται η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλα βόρεια, υψηλής ανταγωνιστικότητας κράτη. Αντίθετα, αν οι ανταγωνιστικά ισχυρές χώρες δε συμμετείχαν στο ευρώ, τότε το κοινό νόμισμα θα διολίσθαινε διαρκώς και θα βρισκόταν σε χαμηλότερη ισοτιμία έναντι του δολαρίου και των άλλων διεθνών νομισμάτων. Με τον τρόπο αυτόν, σταδιακά θα μπορούσε να αποκατασταθεί η ισορροπία στα εμπορικά ισοζύγια των ανταγωνιστικά αδύναμων χωρών.

Αν όμως αποχωρούσαν από την Ευρωζώνη μερικές "αδύναμες” χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, ή ακόμη και η Ισπανία, η ισοτιμία του ευρώ απέναντι στο δολάριο θα ανέβαινε αμέσως κατά 25 ή 30 λεπτά του δολαρίου και άλλων νομισμάτων. Και η ισοτιμία θα κινούνταν διαρκώς ανοδικά. Φαντάζεστε ποια θα ήταν η τύχη των γερμανικών εξαγωγών στην περίπτωση αυτή; Ή, εάν υποθέσουμε ότι η Γερμανία επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, ποια θα ήταν η τύχη των εξαγωγών της; Θα κατέρρεαν μέσα σε λίγους μήνες!

Σε μελέτη που έκανε το γερμανικό ίδρυμα Bertelsmann (Bertelsmann Stiftung, "How Germany benefits from the Euro, in economic terms”, Απρίλιος 2013) αναφέρεται ότι, στην υποθετική περίπτωση που η Γερμανία επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα (μάρκο), τότε αυτό θα σημείωνε ανατίμηση της τάξης του 23% σε σχέση με την πραγματική ισοτιμία που έχει η Γερμανία με νόμισμα το ευρώ, κατά το χρόνο της δημοσίευσης (αφού τον Απρίλιο του 2013, το ευρώ ισούνταν με 1,37 δολάρια, τότε η ισοτιμία μάρκου – δολαρίου που προέβλεπε η έκθεση θα έφθανε στο 1,69 δολάρια). 

Τί σημαίνουν όμως για τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης αυτά τα "θηριώδη” εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, αλλά και της Ολλανδίας; Σημαίνουν μία σειρά από αρνητικούς παράγοντες που τις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ύφεση και τον αποπληθωρισμό. Κατ' αρχάς, το εμπορικό έλλειμμα σημαίνει μείωση της κυκλοφορίας του χρήματος στις ελλειμματικές οικονομίες, μείωση της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα και αύξηση της ανεργίας, με όλες τις αλυσιδωτές επιδράσεις που έχουν αυτά τα φαινόμενα. Από την άλλη πλευρά όμως σημαίνει μείωση των εισπράξεων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αύξηση των ελλειμμάτων και αύξηση του κόστους δανεισμού για το ελλειμματικό κράτος.

Πολύ ορθά, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι, αφού έτσι έχει η κατάσταση, θα έπρεπε και τα υπόλοιπα τα κράτη να προσπαθήσουν να φθάσουν το επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας. Αυτό βέβαια, λέγεται εύκολα, αλλά είναι αμφίβολο εάν γίνεται. Μία σειρά από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, αλλά και οικονομικούς παράγοντες, δίνουν σημαντικά συγκριτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη Γερμανία και κάνουν την παραγωγική και εξαγωγική της πρωτοπορία αδιαμφισβήτητη. Από την άλλη πλευρά, οι άλλοι λαοί -και κυρίως του ευρωπαϊκού νότου- δε μπορούν να γίνουν και να παράξουν όπως οι Γερμανοί. Άλλωστε, ποιος λέει ότι θέλουν οι άλλοι λαοί να γίνουν σαν τους Γερμανούς; Ο κάθε λαός έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τις δικές του συνήθειες, παραδόσεις και αντιλήψεις, παράγοντες που -σε αρκετά μεγάλο βαθμό- προσδιορίζουν και το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας του. Βεβαίως, σε κάθε αδύναμη και χαμηλής παραγωγικότητας οικονομία, μπορούν -και πρέπει- να γίνουν βελτιώσεις, με στόχο την καλύτερη ανταγωνιστικότητά της, αλλά και το καλύτερο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων. Όμως, οι βελτιώσεις αυτές θα πρέπει να προκριθούν και να γίνουν αποδεκτές από τις κοινωνίες. Δε μπορούν να γίνουν ούτε μέσα από απειλές, αλλά ούτε και μέσα από ασφυκτικά προγράμματα λιτότητας.

Αλλά και να γίνονταν όλα τα παραπάνω, μπορούν, όλα τα κράτη, να είναι πλεονασματικά; Για να είναι κάποιο κράτος πλεονασματικό, κάποιο άλλο ή κάποια άλλα θα πρέπει να είναι ελλειμματικά!

Η Ελλάδα δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρωζώνης σήμερα. Είναι ένα θύμα των δικών της λαθών, αλλά και της κακής λειτουργίας ενός νομισματικού μηχανισμού που "τιμωρεί” τους λιγότερο ικανούς και τους λιγότερο ανταγωνιστικούς. Η χώρα μας έπεσε (άκαιρα και χωρίς να είναι έτοιμη) μέσα στην "παγίδα” του ευρώ, χωρίς καν να αντιληφθεί πού οδηγούνταν. Και αντί να προσπαθήσει να διορθώσει, όσο μπορούσε, τις δομικές ανισορροπίες της οικονομίας και του κράτους της, ακολούθησε μία ανόητη πολιτική σπατάλης και κραιπάλης. Σήμερα, σχεδόν κατεστραμμένη, προσπαθεί, εκβιάζεται και επείγεται να αλλάξει ρότα, να αλλάξει φυσιογνωμία, πρακτικές και μεθόδους λειτουργίας και να γίνει μια οικονομία που θα πλησιάσει σε ανταγωνιστικότητα τις οικονομίες των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών. Μπορεί να το πετύχει αυτό; Θέλει να το πετύχει; Πρέπει να το πετύχει; 

Και αν τελικά δεν το πετύχει; Τότε, τί θα γίνει; Θα πρέπει να τη ρίξουν στην πυρά;

* Ο κ. Γιάννης Σιάτρας είναι οικονομολόγος και επικεφαλής του κινήματος πολιτών "Έλληνες Φορολογούμενοι”.

Προσθέστε το: Post on Facebook Facebook Twitter Twitter